Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gigantìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤiganˈtizmo]

γιγαντισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gigantessa gigantista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gigante (ουσ αρσ )
gigante (επίθ.)
giganteggiare (ρ.αμτβ.)
gigantesco (επίθ.)
gigantessa (θηλ.ουσ)
gigantismo (ουσ αρσ )
gigantista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
gigantografia (θηλ.ουσ)
gigantomachia (θηλ.ουσ)
gigaro (ουσ αρσ )
gigione (ουσ αρσ )
gigioneggiare (ρ.αμτβ.)
gigionesco (επίθ.)
gigionismo (ουσ αρσ )
gigliaceo (επίθ.)
gigliato (αρσ. επίθ και ουσ)
giglio (ουσ αρσ )
gigolette (θηλ.ουσ)
gigolò (ουσ αρσ )
gilda (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---