ItalianoGreco


gigànte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤiˈgante]

ο γίγαντας

gigànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʤiˈgante]

γιγάντιος (-α, -ο)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


formato [αρσ.] gigante = η συσκευασία γίγας || slalom [αρσ. άκλ.] gigante = το γιγάντιο σλάλομ



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---