Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgìga
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈʤiga] 1 χορός ζωηρός με τριπλό ρυθμό 2 τσίγκα (μουσική σύνθεση) 3 πεταχτός χορός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |