Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgiganteggiàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [ʤigantedˈʤare] 1 δυναμώνω 2 φτάνω σε κορυφαία ύψη 3 πυργώνω 4 γιγαντεύω 5 γιγαντώνομαι 6 εντείνομαι 7 φορτσάρω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |