Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgiardìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʤarˈdino] ο κήπος, το περιβόλι permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαgiardino [αρσ.] pubblico = ο δημόσιος κήπος Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |