Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


giardìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤarˈdino]

ο κήπος, το περιβόλι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  giardiniere giarrettiera  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


giardino [αρσ.] pubblico = ο δημόσιος κήπος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

giardinaggio (ουσ αρσ )
giardinetta (θηλ.ουσ)
giardinetto (ουσ αρσ )
giardiniera (θηλ.ουσ)
giardiniere (ουσ αρσ )
giardino (ουσ αρσ )
giarrettiera (θηλ.ουσ)
Giasone (κύρ.όν. αρσ.)
giaurro (ουσ αρσ )
giava (θηλ.ουσ)
giavanese (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
giavazzo (αρσ. επίθ και ουσ)
giavellottista (ουσ αρσ και θηλ.)
giavellotto (ουσ αρσ )
gibbo (ουσ αρσ )
gibbone (ουσ αρσ )
gibbosità (θηλ.ουσ)
gibboso (επίθ.)
giberna (θηλ.ουσ)
gibigiana (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---