Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gibbóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤibˈbone]

γίββων (πίθηκος) οικογένειας Hylobates


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gibbo gibbosità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

giavanese (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
giavazzo (αρσ. επίθ και ουσ)
giavellottista (ουσ αρσ και θηλ.)
giavellotto (ουσ αρσ )
gibbo (ουσ αρσ )
gibbone (ουσ αρσ )
gibbosità (θηλ.ουσ)
gibboso (επίθ.)
giberna (θηλ.ουσ)
gibigiana (θηλ.ουσ)
gibigianna (θηλ.ουσ)
Gibilterra (θηλ.ουσ)
gibus (ουσ αρσ )
giga (θηλ.ουσ)
gigante (ουσ αρσ )
gigante (επίθ.)
giganteggiare (ρ.αμτβ.)
gigantesco (επίθ.)
gigantessa (θηλ.ουσ)
gigantismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---