Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgiavellottìsta
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ʤavellotˈtista] 1 ρίπτης ακοντίου (στον στίβο) 2 ακοντιστής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |