Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgiavellòtto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʤavelˈlɔtto] ακόντιο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαlancio [αρσ.] del giavellotto = ο ακοντισμός Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |