Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgibbóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ʤibˈboso], [ʤibˈbozo] 1 κυρτός 2 καμπούρης 3 κυματιστός 4 σγουμπός 5 ραχιτικός 6 φέρων ύβο (για ζώο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |