Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgiardinétto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʤardiˈnetto] 1 επένδυση κλίμακας 2 δεξιό τμήμα πρύμνης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |