Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgiapponése
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ʤappoˈnese], [ʤappoˈneze] 1 (persona) ο Γιαπωνέζος, η Γιαπωνέζα 2 (lingua) τα ιαπωνικά giapponése επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ʤappoˈnese], [ʤappoˈneze] ιαπωνικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |