Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgiansenìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʤanseˈnizmo] θεωρίες άκαμπτων ανορθόδοξων μοιρολατρικών δογμάτων του Κορνέλις Τζάνσεν (Τζανσενισμός) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |