Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgiardinièra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ʤardiˈnjɛra] 1 ανθοδοχείο 2 πίκλα 3 λαχανικά διατηρημένα σε άλμη 4 στέισον βάγκον 5 ζαρντινιέρα 6 πούλμαν ξεναγήσεων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |