Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgiardinàggio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʤardiˈnadʤo] 1 καλλιέργεια περιβολιού 2 κηπευτική 3 κηπουρική 4 ασχολία με τον κήπο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |