Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Giappóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤapˈpone]

η Ιαπωνία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  giansenista giapponese  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Giannina (θηλ.ουσ)
giannizzero (ουσ αρσ )
giano (ουσ αρσ )
giansenismo (ουσ αρσ )
giansenista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
Giappone (ουσ αρσ )
giapponese (ουσ αρσ και θηλ.)
giapponese (επίθ.)
giapponeseria (θηλ.ουσ)
giara (θηλ.ουσ)
giardinaggio (ουσ αρσ )
giardinetta (θηλ.ουσ)
giardinetto (ουσ αρσ )
giardiniera (θηλ.ουσ)
giardiniere (ουσ αρσ )
giardino (ουσ αρσ )
giarrettiera (θηλ.ουσ)
Giasone (κύρ.όν. αρσ.)
giaurro (ουσ αρσ )
giava (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---