Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


giannétta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʤanˈnetta]

1 δόρυ
2 λόγχη
3 καλάμι
4 μπαστούνι περπατήματος
5 ακόντιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gianduiotto Giannina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

giambico (αρσ. επίθ και ουσ)
giambo (ουσ αρσ )
giammai (επίρ.)
gianduia (ουσ αρσ )
gianduiotto (ουσ αρσ )
giannetta (θηλ.ουσ)
Giannina (θηλ.ουσ)
giannizzero (ουσ αρσ )
giano (ουσ αρσ )
giansenismo (ουσ αρσ )
giansenista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
Giappone (ουσ αρσ )
giapponese (ουσ αρσ και θηλ.)
giapponese (επίθ.)
giapponeseria (θηλ.ουσ)
giara (θηλ.ουσ)
giardinaggio (ουσ αρσ )
giardinetta (θηλ.ουσ)
giardinetto (ουσ αρσ )
giardiniera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---