Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

convèrso (ουσ αρσ ) convivènte (ουσ αρσ και θηλ.)
convertìbile (επίθ.) convivènte (επίθ.)
convertibilità (θηλ.ουσ) convivènza (θηλ.ουσ)
convertiplàno (ουσ αρσ ) convìvere (ρ.αμτβ.)
convertìre (ρ. μτβ.) conviviàle (επίθ.)
convertirsi (ρ.μ. (αντων.)) convìvio (ουσ αρσ )
convertìto (αρσ. επίθ και ουσ) convocàre (ρ. μτβ.)
convertitóre (ουσ αρσ ) convocazióne (θηλ.ουσ)
convessità (θηλ.ουσ) convogliaménto (ουσ αρσ )
convèsso (αρσ. επίθ και ουσ) convogliàre (ρ. μτβ.)
convettìvo (επίθ.) convogliatóre (ουσ αρσ )
convettóre (ουσ αρσ ) convòglio (ουσ αρσ )
convezióne (θηλ.ουσ) convolàre (ρ.αμτβ.)
convincènte (επίθ.) convolùto (επίθ.)
convìncere (ρ. μτβ.) convulsionàrio (αρσ. επίθ και ουσ)
convìncersi (ρ. μ. αμτβ.) convulsióne (θηλ.ουσ)
convincìbile (επίθ.) convulsivaménte (επίρ.)
convinciménto (ουσ αρσ ) convulsivànte (αρσ. επίθ και ουσ)
convìnto (επίθ.) convulsìvo (επίθ.)
convinzióne (θηλ.ουσ) convùlso (αρσ. επίθ και ουσ)
convitàre (ρ.αμτβ.) coobbligàto (αρσ. επίθ και ουσ)
convitàto (αρσ. επίθ και ουσ) coobbligazióne (θηλ.ουσ)
convìto (ουσ αρσ ) cooccupànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
convìtto (ουσ αρσ ) coonestàre (ρ. μτβ.)
convittóre (ουσ αρσ ) cooperàre (ρ.αμτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: