Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conclùdersi (ρ. μ. αμτβ.) concretàre (ρ. μτβ.)
conclusionàle (θηλ.ουσ) concretarsi (ρ.μ. (αντων.))
conclusióne (θηλ.ουσ) concretézza (θηλ.ουσ)
conclusìvo (επίθ.) concretìsmo (ουσ αρσ )
conclùso (αρσ. επίθ και ουσ) concretìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
concòide (θηλ. επίθ και ουσ) concretizzàre (ρ. μτβ.)
concomitànte (επίθ.) concrèto (ουσ αρσ )
concomitànza (θηλ.ουσ) concrèto (επίθ.)
concordàbile (επίθ.) concrezióne (θηλ.ουσ)
concordànte (επίθ.) concubìna (θηλ.ουσ)
concordànza (θηλ.ουσ) concubinàto (ουσ αρσ )
concordàre (ρ.αμτβ.) conculcaménto (ουσ αρσ )
concordàre (ρ. μτβ.) conculcàre (ρ. μτβ.)
concordatàrio (επίθ.) concupìre (ρ. μτβ.)
concordàto (αρσ. επίθ και ουσ) concupiscènte (επίθ.)
concòrde (επίθ.) concupiscènza (θηλ.ουσ)
concordeménte (επίρ.) concupiscìbile (επίθ.)
concòrdia (θηλ.ουσ) concussionàrio (ουσ αρσ )
concorrènte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) concussióne (θηλ.ουσ)
concorrènza (θηλ.ουσ) condànna (θηλ.ουσ)
concorrenziàle (επίθ.) condannàbile (επίθ.)
concórrere (ρ.αμτβ.) condannàre (ρ. μτβ.)
concórso (ουσ αρσ ) condannàto (αρσ. επίθ και ουσ)
concreàto (επίθ.) condannatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
concretaménte (επίρ.) condebitóre (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: