Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


condannàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kondanˈnabile]

1 αξιοκατάκριτος
2 καταδικαστέος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  condanna condannare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

concupiscenza (θηλ.ουσ)
concupiscibile (επίθ.)
concussionario (ουσ αρσ )
concussione (θηλ.ουσ)
condanna (θηλ.ουσ)
condannabile (επίθ.)
condannare (ρ. μτβ.)
condannato (αρσ. επίθ και ουσ)
condannatore (αρσ. επίθ και ουσ)
condebitore (ουσ αρσ )
condensa (θηλ.ουσ)
condensabile (επίθ.)
condensabilità (θηλ.ουσ)
condensamento (ουσ αρσ )
condensare (ρ. μτβ.)
condensarsi (ρ. μ. αμτβ.)
condensato (αρσ. επίθ και ουσ)
condensatore (ουσ αρσ )
condensazione (θηλ.ουσ)
condilo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---