Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


condensàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kondenˈsato]

1 σύνοψη
2 επιτομή
3 σωρός
4 επίτομος
5 συμπυκνωμένος
6 περιεκτικός
7 συνοπτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  condensarsi condensatore  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


latte [αρσ.] condensato = το συμπυκνωμένο γάλα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

condensabile (επίθ.)
condensabilità (θηλ.ουσ)
condensamento (ουσ αρσ )
condensare (ρ. μτβ.)
condensarsi (ρ. μ. αμτβ.)
condensato (αρσ. επίθ και ουσ)
condensatore (ουσ αρσ )
condensazione (θηλ.ουσ)
condilo (ουσ αρσ )
condiloideo (επίθ.)
condiloma (ουσ αρσ )
condilomatosi (θηλ.ουσ)
condimento (ουσ αρσ )
condire (ρ. μτβ.)
condirettore (ουσ αρσ )
condirezione (θηλ.ουσ)
condiscendente (επίθ.)
condiscendenza (θηλ.ουσ)
condiscendere (ρ.αμτβ.)
condiscepolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---