Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcondirettóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kondiretˈtore] 1 συνέταιρος 2 από κοινού εκδότης 3 από κοινού διευθυντής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |