Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


condizionatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kondittsjonaˈtore]

1 συσκευή κλιματισμού
2 συσκευή προσαρμογής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  condizionato condizionatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

condizionale (ουσ αρσ και θηλ.)
condizionale (επίθ.)
condizionare (ρ. μτβ.)
condizionatamente (επίρ.)
condizionato (επίθ.)
condizionatore (αρσ. επίθ και ουσ)
condizionatura (θηλ.ουσ)
condizione (θηλ.ουσ)
condoglianza (θηλ.ουσ)
condolersi (ρ. μ. αμτβ.)
condominiale (επίθ.)
condominio (ουσ αρσ )
condomino (ουσ αρσ )
condonabile (επίθ.)
condonare (ρ. μτβ.)
condonazione (θηλ.ουσ)
condono (ουσ αρσ )
condor (ουσ αρσ )
condotta (θηλ.ουσ)
condottiero (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---