Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcondomìnio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kondoˈminjo] 1 κυριαρχία από κοινού 2 συγκυριαρχία 3 διαμέρισμα 4 συνιδιοκτησία 5 συνιδιοκτήτες permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |