Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


condizióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konditˈtsjone]

η κατάσταση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  condizionatura condoglianza  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


a certe condizioni = υπό όρους || a condizione che = με τον όρο ότι || alle stesse condizioni = με ίσους όρους || condizioni [θηλ. πλυθ.] = οι συνθήκες [f.]


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

condizionare (ρ. μτβ.)
condizionatamente (επίρ.)
condizionato (επίθ.)
condizionatore (αρσ. επίθ και ουσ)
condizionatura (θηλ.ουσ)
condizione (θηλ.ουσ)
condoglianza (θηλ.ουσ)
condolersi (ρ. μ. αμτβ.)
condominiale (επίθ.)
condominio (ουσ αρσ )
condomino (ουσ αρσ )
condonabile (επίθ.)
condonare (ρ. μτβ.)
condonazione (θηλ.ουσ)
condono (ουσ αρσ )
condor (ουσ αρσ )
condotta (θηλ.ουσ)
condottiero (ουσ αρσ )
condotto (ουσ αρσ )
condotto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---