Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


condizionàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kondittsjoˈnare]

1 προσαρμόζομαι
2 θέτω υπό όρους
3 συμπεριφέρομαι
4 επανορθώνω
5 σχηματίζω
6 κάνω υποθετικά
7 προετοιμάζω
8 προσαρμόζω περιβαλλοντολογικά
9 δίνω βαθμό υπό όρους
10 φέρνω σε κατάσταση λειτουργίας
11 συμφωνώ υπό όρους


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  condizionale condizionatamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

condiscendere (ρ.αμτβ.)
condiscepolo (ουσ αρσ )
condividere (ρ. μτβ.)
condizionale (ουσ αρσ και θηλ.)
condizionale (επίθ.)
condizionare (ρ. μτβ.)
condizionatamente (επίρ.)
condizionato (επίθ.)
condizionatore (αρσ. επίθ και ουσ)
condizionatura (θηλ.ουσ)
condizione (θηλ.ουσ)
condoglianza (θηλ.ουσ)
condolersi (ρ. μ. αμτβ.)
condominiale (επίθ.)
condominio (ουσ αρσ )
condomino (ουσ αρσ )
condonabile (επίθ.)
condonare (ρ. μτβ.)
condonazione (θηλ.ουσ)
condono (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---