condizionàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [kondittsjoˈnare]
1 προσαρμόζομαι
2 θέτω υπό όρους
3 συμπεριφέρομαι
4 επανορθώνω
5 σχηματίζω
6 κάνω υποθετικά
7 προετοιμάζω
8 προσαρμόζω περιβαλλοντολογικά
9 δίνω βαθμό υπό όρους
10 φέρνω σε κατάσταση λειτουργίας
11 συμφωνώ υπό όρους
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [kondittsjoˈnare]
1 προσαρμόζομαι
2 θέτω υπό όρους
3 συμπεριφέρομαι
4 επανορθώνω
5 σχηματίζω
6 κάνω υποθετικά
7 προετοιμάζω
8 προσαρμόζω περιβαλλοντολογικά
9 δίνω βαθμό υπό όρους
10 φέρνω σε κατάσταση λειτουργίας
11 συμφωνώ υπό όρους
permalink
condizionare (ρ. μτβ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android