Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


condivìdere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kondiˈvidere]

μοιράζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  condiscepolo condizionale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

condirezione (θηλ.ουσ)
condiscendente (επίθ.)
condiscendenza (θηλ.ουσ)
condiscendere (ρ.αμτβ.)
condiscepolo (ουσ αρσ )
condividere (ρ. μτβ.)
condizionale (ουσ αρσ και θηλ.)
condizionale (επίθ.)
condizionare (ρ. μτβ.)
condizionatamente (επίρ.)
condizionato (επίθ.)
condizionatore (αρσ. επίθ και ουσ)
condizionatura (θηλ.ουσ)
condizione (θηλ.ουσ)
condoglianza (θηλ.ουσ)
condolersi (ρ. μ. αμτβ.)
condominiale (επίθ.)
condominio (ουσ αρσ )
condomino (ουσ αρσ )
condonabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---