Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


condizionàle  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kondittsjoˈnale]

1 δοκιμασία
2 διάρκεια αστυνομικής επιτήρησης
3 αστυνομική επιτήρηση

condizionàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kondittsjoˈnale]

1 εξαρτώμενος
2 ο υπό όρους
3 γενόμενος υπό όρους


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  condividere condizionare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

condiscendente (επίθ.)
condiscendenza (θηλ.ουσ)
condiscendere (ρ.αμτβ.)
condiscepolo (ουσ αρσ )
condividere (ρ. μτβ.)
condizionale (ουσ αρσ και θηλ.)
condizionale (επίθ.)
condizionare (ρ. μτβ.)
condizionatamente (επίρ.)
condizionato (επίθ.)
condizionatore (αρσ. επίθ και ουσ)
condizionatura (θηλ.ουσ)
condizione (θηλ.ουσ)
condoglianza (θηλ.ουσ)
condolersi (ρ. μ. αμτβ.)
condominiale (επίθ.)
condominio (ουσ αρσ )
condomino (ουσ αρσ )
condonabile (επίθ.)
condonare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---