condizionàle
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [kondittsjoˈnale]
1 δοκιμασία
2 διάρκεια αστυνομικής επιτήρησης
3 αστυνομική επιτήρηση
condizionàle
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [kondittsjoˈnale]
1 εξαρτώμενος
2 ο υπό όρους
3 γενόμενος υπό όρους
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [kondittsjoˈnale]
1 δοκιμασία
2 διάρκεια αστυνομικής επιτήρησης
3 αστυνομική επιτήρηση
condizionàle
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [kondittsjoˈnale]
1 εξαρτώμενος
2 ο υπό όρους
3 γενόμενος υπό όρους
permalink
condizionale (ουσ αρσ και θηλ.)
condizionale (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android