Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


condiscendènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kondiʃʃenˈdɛntsa]

1 επιείκεια
2 υποχωρητικότητα
3 συγκατάβαση
4 καταδεκτικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  condiscendente condiscendere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

condimento (ουσ αρσ )
condire (ρ. μτβ.)
condirettore (ουσ αρσ )
condirezione (θηλ.ουσ)
condiscendente (επίθ.)
condiscendenza (θηλ.ουσ)
condiscendere (ρ.αμτβ.)
condiscepolo (ουσ αρσ )
condividere (ρ. μτβ.)
condizionale (ουσ αρσ και θηλ.)
condizionale (επίθ.)
condizionare (ρ. μτβ.)
condizionatamente (επίρ.)
condizionato (επίθ.)
condizionatore (αρσ. επίθ και ουσ)
condizionatura (θηλ.ουσ)
condizione (θηλ.ουσ)
condoglianza (θηλ.ουσ)
condolersi (ρ. μ. αμτβ.)
condominiale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---