Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


condonazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kondonatˈtsjone]

1 άφεση αμαρτιών
2 άφεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  condonare condono  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

condominiale (επίθ.)
condominio (ουσ αρσ )
condomino (ουσ αρσ )
condonabile (επίθ.)
condonare (ρ. μτβ.)
condonazione (θηλ.ουσ)
condono (ουσ αρσ )
condor (ουσ αρσ )
condotta (θηλ.ουσ)
condottiero (ουσ αρσ )
condotto (ουσ αρσ )
condotto (επίθ.)
condrina (θηλ.ουσ)
condrioma (ουσ αρσ )
condrite (θηλ.ουσ)
condroma (ουσ αρσ )
conducente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
conducibile (επίθ.)
conducibilità (θηλ.ουσ)
condurre (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---