Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcondùrre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [konˈdurre] 1 παζαρεύω 2 τελειώνω 3 διαπραγματεύομαι 4 ηγούμαι 5 χειρίζομαι condùrre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [konˈdurre] οδηγώ condursi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [konˈdursi] 1 παρακινούμαι 2 συμπεριφέρομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |