Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


conducènte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [konduˈʧɛnte]

1 ενοικιαστής
2 κολίγας
3 κάτοχος μισθωμένου μέσου ή γης
4 οδηγός
5 σοφέρ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  condroma conducibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

condotto (επίθ.)
condrina (θηλ.ουσ)
condrioma (ουσ αρσ )
condrite (θηλ.ουσ)
condroma (ουσ αρσ )
conducente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
conducibile (επίθ.)
conducibilità (θηλ.ουσ)
condurre (ρ.αμτβ.)
condurre (ρ. μτβ.)
condursi (ρ.μ. (αντων.))
conduttanza (θηλ.ουσ)
conduttività (θηλ.ουσ)
conduttivo (επίθ.)
conduttometria (θηλ.ουσ)
conduttometro (ουσ αρσ )
conduttore (αρσ. επίθ και ουσ)
conduttura (θηλ.ουσ)
conduzione (θηλ.ουσ)
conestabile (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---