conduttóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [kondutˈtore]
1 ενοικιαστής
2 διαχειριστής
3 αρχηγός στολίσκου
4 σέμπρος
5 οδηγός
6 αγωγός
7 φρουρός
8 χειραγωγός
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [kondutˈtore]
1 ενοικιαστής
2 διαχειριστής
3 αρχηγός στολίσκου
4 σέμπρος
5 οδηγός
6 αγωγός
7 φρουρός
8 χειραγωγός
permalink
conduttore (αρσ. επίθ και ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android