ItalianoGreco


conduttóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kondutˈtore]

1 ενοικιαστής
2 διαχειριστής
3 αρχηγός στολίσκου
4 σέμπρος
5 οδηγός
6 αγωγός
7 φρουρός
8 χειραγωγός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---