Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


conduttóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kondutˈtore]

1 ενοικιαστής
2 διαχειριστής
3 αρχηγός στολίσκου
4 σέμπρος
5 οδηγός
6 αγωγός
7 φρουρός
8 χειραγωγός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conduttometro conduttura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conduttanza (θηλ.ουσ)
conduttività (θηλ.ουσ)
conduttivo (επίθ.)
conduttometria (θηλ.ουσ)
conduttometro (ουσ αρσ )
conduttore (αρσ. επίθ και ουσ)
conduttura (θηλ.ουσ)
conduzione (θηλ.ουσ)
conestabile (ουσ αρσ )
confabulare (ρ.αμτβ.)
confabulazione (θηλ.ουσ)
confacente (επίθ.)
confagricolo (επίθ.)
confarsi (ρ. μ. αμτβ.)
confederale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
confederare (ρ. μτβ.)
confederarsi (ρ. μ. αμτβ.)
confederativo (επίθ.)
confederato (αρσ. επίθ και ουσ)
confederazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---