Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


confederàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konfedeˈrare]

1 συνδέομαι ομοσπονδιακά
2 σχηματίζω ομοσπονδία

confederàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [konfedeˈrarsi]

1 συνδέομαι ομοσπονδιακά
2 σχηματίζω ομοσπονδία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  confederale confederativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

confabulazione (θηλ.ουσ)
confacente (επίθ.)
confagricolo (επίθ.)
confarsi (ρ. μ. αμτβ.)
confederale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
confederare (ρ. μτβ.)
confederarsi (ρ. μ. αμτβ.)
confederativo (επίθ.)
confederato (αρσ. επίθ και ουσ)
confederazione (θηλ.ουσ)
conferenza (θηλ.ουσ)
conferenziere (ουσ αρσ )
conferimento (ουσ αρσ )
conferire (ρ.αμτβ.)
conferire (ρ. μτβ.)
conferma (θηλ.ουσ)
confermare (ρ. μτβ.)
confermarsi (ρ. μ. αμτβ.)
confermativo (επίθ.)
confermazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---