Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


conferìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [konfeˈrire]

1 είμαι ευνοὶκός
2 συμβάλλω
3 συμφωνώ
4 συνδιαλέγομαι
5 συσκέπτομαι

conferìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konfeˈrire]

1 αναγορεύω
2 συνεισφέρω
3 χορηγώ
4 βραβεύω
5 απονέμω
6 δίνω
7 επιδίδω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conferimento conferma  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

confederato (αρσ. επίθ και ουσ)
confederazione (θηλ.ουσ)
conferenza (θηλ.ουσ)
conferenziere (ουσ αρσ )
conferimento (ουσ αρσ )
conferire (ρ.αμτβ.)
conferire (ρ. μτβ.)
conferma (θηλ.ουσ)
confermare (ρ. μτβ.)
confermarsi (ρ. μ. αμτβ.)
confermativo (επίθ.)
confermazione (θηλ.ουσ)
confessabile (επίθ.)
confessare (ρ. μτβ.)
confessarsi (ρ. μ. αμτβ.)
confessionale (αρσ. επίθ και ουσ)
confessione (θηλ.ουσ)
confesso (επίθ.)
confessore (ουσ αρσ )
confettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---