Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


confessionàle  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [konfessjoˈnale]

1 εξομολογητικός
2 ο της εξομολόγησης
3 δογματικός
4 αιρετικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  confessarsi confessione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

confermativo (επίθ.)
confermazione (θηλ.ουσ)
confessabile (επίθ.)
confessare (ρ. μτβ.)
confessarsi (ρ. μ. αμτβ.)
confessionale (αρσ. επίθ και ουσ)
confessione (θηλ.ουσ)
confesso (επίθ.)
confessore (ουσ αρσ )
confettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
confetteria (θηλ.ουσ)
confettiera (θηλ.ουσ)
confettiere (ουσ αρσ )
confetto (αρσ. επίθ και ουσ)
confettura (θηλ.ουσ)
confezionare (ρ. μτβ.)
confezionato (επίθ.)
confezionatore (αρσ. επίθ και ουσ)
confezionatrice (θηλ.ουσ)
confezione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---