Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


confezióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konfetˈtsjone]

η συσκευασία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  confezionatrice confezionista  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


confezione [θηλ.] sottovuoto = η αεροστεγής συσκευασία


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

confettura (θηλ.ουσ)
confezionare (ρ. μτβ.)
confezionato (επίθ.)
confezionatore (αρσ. επίθ και ουσ)
confezionatrice (θηλ.ουσ)
confezione (θηλ.ουσ)
confezionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
conficcare (ρ. μτβ.)
conficcarsi (ρ.μ. (αντων.))
confidare (ρ.αμτβ.)
confidare (ρ. μτβ.)
confidarsi (ρ.μ. (αντων.))
confidente (ουσ αρσ και θηλ.)
confidente (επίθ.)
confidenza (θηλ.ουσ)
confidenziale (επίθ.)
confidenzialmente (επίρ.)
configgere (ρ. μτβ.)
configurare (ρ. μτβ.)
configurarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---