Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


conficcàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konfikˈkare]

καρφώνω

conficcarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [konfikˈkarsi]

1 σφηνώνομαι
2 καρφώνομαι
3 κολλώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  confezionista confidare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

confezionato (επίθ.)
confezionatore (αρσ. επίθ και ουσ)
confezionatrice (θηλ.ουσ)
confezione (θηλ.ουσ)
confezionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
conficcare (ρ. μτβ.)
conficcarsi (ρ.μ. (αντων.))
confidare (ρ.αμτβ.)
confidare (ρ. μτβ.)
confidarsi (ρ.μ. (αντων.))
confidente (ουσ αρσ και θηλ.)
confidente (επίθ.)
confidenza (θηλ.ουσ)
confidenziale (επίθ.)
confidenzialmente (επίρ.)
configgere (ρ. μτβ.)
configurare (ρ. μτβ.)
configurarsi (ρ. μ. αμτβ.)
configurazione (θηλ.ουσ)
confinante (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---