Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


confinànte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konfiˈnante]

1 γείτονας
2 Γειτόνισσα

confinànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konfiˈnante]

1 πλαὶνός
2 κοντινός
3 διπλανός
4 συνοριακός
5 γειτονικός
6 τριγυρινός
7 όμορος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  configurazione confinare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

confidenzialmente (επίρ.)
configgere (ρ. μτβ.)
configurare (ρ. μτβ.)
configurarsi (ρ. μ. αμτβ.)
configurazione (θηλ.ουσ)
confinante (ουσ αρσ και θηλ.)
confinante (επίθ.)
confinare (ρ.αμτβ.)
confinare (ρ. μτβ.)
confinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
confinario (επίθ.)
confinato (ουσ αρσ )
confinato (επίθ.)
Confindustria (ακρ.)
confindustriale (επίθ.)
confine (ουσ αρσ )
confino (ουσ αρσ )
confisca (θηλ.ουσ)
confiscabile (επίθ.)
confiscare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---