Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


confinàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konfiˈnato]

έγκλειστος σε στρατόπεδο συγκέντρωσης

confinàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konfiˈnato]

1 εκτοπισμένος
2 περιορισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  confinario Confindustria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

confinante (επίθ.)
confinare (ρ.αμτβ.)
confinare (ρ. μτβ.)
confinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
confinario (επίθ.)
confinato (ουσ αρσ )
confinato (επίθ.)
Confindustria (ακρ.)
confindustriale (επίθ.)
confine (ουσ αρσ )
confino (ουσ αρσ )
confisca (θηλ.ουσ)
confiscabile (επίθ.)
confiscare (ρ. μτβ.)
confiscatore (ουσ αρσ )
confiscatore (επίθ.)
confiteor (ουσ αρσ )
conflagrare (ρ.αμτβ.)
conflagrazione (θηλ.ουσ)
conflitto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---