Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


conflagrazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konflagratˈtsjone]

1 ανάφλεξη
2 ξέσπασμα εχθροπραξιών
3 φωτιά καταστροφική


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conflagrare conflitto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

confiscare (ρ. μτβ.)
confiscatore (ουσ αρσ )
confiscatore (επίθ.)
confiteor (ουσ αρσ )
conflagrare (ρ.αμτβ.)
conflagrazione (θηλ.ουσ)
conflitto (ουσ αρσ )
conflittuale (επίθ.)
conflittualità (θηλ.ουσ)
confluente (ουσ αρσ )
confluente (επίθ.)
confluenza (θηλ.ουσ)
confluire (ρ.αμτβ.)
confocale (επίθ.)
confondere (ρ. μτβ.)
confondersi (ρ. μ. αμτβ.)
confondibile (επίθ.)
conformabile (επίθ.)
conformare (ρ. μτβ.)
conformarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---