Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


confluènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konfluˈɛntsa]

1 συρροή ποταμών
2 συμβολή
3 σύγκληση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  confluente confluire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conflitto (ουσ αρσ )
conflittuale (επίθ.)
conflittualità (θηλ.ουσ)
confluente (ουσ αρσ )
confluente (επίθ.)
confluenza (θηλ.ουσ)
confluire (ρ.αμτβ.)
confocale (επίθ.)
confondere (ρ. μτβ.)
confondersi (ρ. μ. αμτβ.)
confondibile (επίθ.)
conformabile (επίθ.)
conformare (ρ. μτβ.)
conformarsi (ρ. μ. αμτβ.)
conformato (επίθ.)
conformatore (αρσ. επίθ και ουσ)
conformazionale (επίθ.)
conformazione (θηλ.ουσ)
conforme (επίθ.)
conforme (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---