Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


confóndere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konˈfondere]

συγχύζω, μπερδεύω

confóndersi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [konˈfondersi]

μπερδεύομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  confocale confondibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

confluente (ουσ αρσ )
confluente (επίθ.)
confluenza (θηλ.ουσ)
confluire (ρ.αμτβ.)
confocale (επίθ.)
confondere (ρ. μτβ.)
confondersi (ρ. μ. αμτβ.)
confondibile (επίθ.)
conformabile (επίθ.)
conformare (ρ. μτβ.)
conformarsi (ρ. μ. αμτβ.)
conformato (επίθ.)
conformatore (αρσ. επίθ και ουσ)
conformazionale (επίθ.)
conformazione (θηλ.ουσ)
conforme (επίθ.)
conforme (επίρ.)
conformemente (επίρ.)
conformismo (ουσ αρσ )
conformista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---