Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


conformìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konforˈmizmo]

1 τυπικότητα
2 συμβατικότητα
3 συνηθισμένη χρήση
4 συμφωνία
5 υπακοή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conformemente conformista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conformazionale (επίθ.)
conformazione (θηλ.ουσ)
conforme (επίθ.)
conforme (επίρ.)
conformemente (επίρ.)
conformismo (ουσ αρσ )
conformista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
conformistico (επίθ.)
conformità (θηλ.ουσ)
confortabile (επίθ.)
confortante (επίθ.)
confortare (ρ. μτβ.)
confortarsi (ρ. μ. αμτβ.)
confortatore (ουσ αρσ )
confortatorio (αρσ. επίθ και ουσ)
confortevole (επίθ.)
conforto (ουσ αρσ )
confratello (ουσ αρσ )
confraternita (θηλ.ουσ)
confrontabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---