ItalianoGreco


confortàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konforˈtare]

1 καθησυχάζω
2 εμψυχώνω
3 ενισχύω
4 υποστηρίζω
5 ενδυναμώνω
6 παρηγορώ
7 ανακουφίζω
8 ενθαρρύνω
9 επαναβεβαιώνω
10 αποκαθιστώ την εμπιστοσύνη

confortàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [konforˈtarsi]

1 εγκαρδιώνομαι
2 ενθαρρύνομαι
3 παρηγορούμαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---