Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


confuciàno  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [konfuˈʧano]

οπαδός του Κομφούκιου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  confucianesimo Confucio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

confraternita (θηλ.ουσ)
confrontabile (επίθ.)
confrontare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
confronto (ουσ αρσ )
confucianesimo (ουσ αρσ )
confuciano (αρσ. επίθ και ουσ)
Confucio (κύρ.όν. αρσ.)
confusamente (επίρ.)
confusionale (επίθ.)
confusionario (ουσ αρσ )
confusionario (επίθ.)
confusione (θηλ.ουσ)
confusionismo (ουσ αρσ )
confusionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
confuso (επίθ.)
confutabile (επίθ.)
confutare (ρ. μτβ.)
confutativo (επίθ.)
confutatore (αρσ. επίθ και ουσ)
confutatorio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---