Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


confrónto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konˈfronto]

η σύγκριση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  confrontare confucianesimo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


in confronto a = σε σύγκριση με || nei confronti di qualcuno = αναφορικά με κανέναν


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conforto (ουσ αρσ )
confratello (ουσ αρσ )
confraternita (θηλ.ουσ)
confrontabile (επίθ.)
confrontare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
confronto (ουσ αρσ )
confucianesimo (ουσ αρσ )
confuciano (αρσ. επίθ και ουσ)
Confucio (κύρ.όν. αρσ.)
confusamente (επίρ.)
confusionale (επίθ.)
confusionario (ουσ αρσ )
confusionario (επίθ.)
confusione (θηλ.ουσ)
confusionismo (ουσ αρσ )
confusionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
confuso (επίθ.)
confutabile (επίθ.)
confutare (ρ. μτβ.)
confutativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---