Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconfrónto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [konˈfronto] η σύγκριση permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαin confronto a = σε σύγκριση με || nei confronti di qualcuno = αναφορικά με κανέναν Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |