Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconfusionìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [konfuzjoˈnizmo] 1 συγχυσμένη συμπεριφορά 2 τάση να ανακατώνει κανείς τα πράγματα 3 κατάσταση μεγάλου μπερδέματος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |