Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcongedaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [konʤedaˈmento] 1 αποπομπή 2 απομάκρυνση 3 άφεση 4 απόλυση 5 σχόλασμα 6 παύση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |