Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcongedàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [konʤeˈdato] στρατιώτης που απολύθηκε congedàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [konʤeˈdato] 1 αποστρατευμένος 2 απολυμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |