Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


congedàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konʤeˈdato]

στρατιώτης που απολύθηκε

congedàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konʤeˈdato]

1 αποστρατευμένος
2 απολυμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  congedarsi congedo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

congedabile (επίθ.)
congedamento (ουσ αρσ )
congedando (αρσ. επίθ και ουσ)
congedare (ρ. μτβ.)
congedarsi (ρ. μ. αμτβ.)
congedato (ουσ αρσ )
congedato (επίθ.)
congedo (ουσ αρσ )
congegnare (ρ. μτβ.)
congegno (ουσ αρσ )
congelamento (ουσ αρσ )
congelare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
congelarsi (ρ. μ. αμτβ.)
congelató (επίθ.)
congelatore (ουσ αρσ )
congelazione (θηλ.ουσ)
congenere (επίθ.)
congeniale (επίθ.)
congenialità (θηλ.ουσ)
congenito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---