Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


congedàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konʤeˈdare]

1 καταπέμπω
2 ξηλώνω
3 εξαποστέλλω
4 συνταξιοδοτώ
5 διώχνω
6 ξαποστέλνω
7 αποπέμπω
8 απολύω
9 αποστρατεύω
10 σκολάζω
11 απομακρύνω

congedàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [konʤeˈdarsi]

1 αποσύρομαι
2 συνταξιοδοτούμαι
3 παίρνω την άδειά μου
4 παραιτούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  congedando congedato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

confutazione (θηλ.ουσ)
conga (θηλ.ουσ)
congedabile (επίθ.)
congedamento (ουσ αρσ )
congedando (αρσ. επίθ και ουσ)
congedare (ρ. μτβ.)
congedarsi (ρ. μ. αμτβ.)
congedato (ουσ αρσ )
congedato (επίθ.)
congedo (ουσ αρσ )
congegnare (ρ. μτβ.)
congegno (ουσ αρσ )
congelamento (ουσ αρσ )
congelare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
congelarsi (ρ. μ. αμτβ.)
congelató (επίθ.)
congelatore (ουσ αρσ )
congelazione (θηλ.ουσ)
congenere (επίθ.)
congeniale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---